- συνεκτικός
- -ή, -ό / συνεκτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [συνέχω]1. αυτός που έχει την ιδιότητα ή την δύναμη να συνέχει, να συγκρατεί2. φρ. «συνεκτικό αίτιο»(στη στωική φιλοσ.) κύριο, αποτελεσματικό, δραστικό αίτιο, σε αντιδιαστολή προς το συναίτιονεοελλ.1. αυτός που έχει συνοχή, στερεός2. φρ. «συνεκτικός ιστός»(ιστολ.) συνδετικός ιστόςαρχ.1. ουσιώδης, πρωτεύων2. φρ. «συνεκτικὴ ἑαυτῆς»(για την ψυχή) η αυτοσυντηρούμενη, αυτοκαθοριζόμενη (Ιεροκλ.).επίρρ...συνεκτικώς / συνεκτικῶς ΝΜΑ, και συνεκτικά Ννεοελλ.με συνεκτικότητα, με συνοχήμσν.-αρχ.σε γενικές γραμμές, συνοπτικά.
Dictionary of Greek. 2013.